παστούς

παστούς
παστός
sprinkled with salt
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παστοφόροι — Αιγύπτιοι ιερείς οι οποίοι, στις πομπές, κρατούσαν τους παστούς, τα αγάλματα, δηλαδή, ή τα ξόανα των διαφόρων θεοτήτων. Ανήκαν σε μια τάξη της θρησκευτικής ιεραρχίας και κατοικούσαν στο παστοφόριο, ένα ανεξάρτητο οίκημα δίπλα στον ναό, που το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”